- ἀκραγής
- ἀκραγήςnot barkingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακραγής — ἀκραγής, ὲς (Α) 1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει 2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἔκραγον, κράζω] … Dictionary of Greek
ἀκραγεῖς — ἀκραγής not barking masc/fem acc pl ἀκραγής not barking masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκραγές — ἀκραγής not barking masc/fem voc sg ἀκραγής not barking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)